- Ἰεφθάε
- Ἰεφθάε, ὁ indecl. (יִפְתָּח; in Joseph. Ἰαφθᾶς [v.l. Ἰεφθάς], α [Ant. 5, 271]) Jephthah, son of Gilead, one of the judges of Israel (Judg 11f) Hb 11:32.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ιεφθάε — Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ένας από τους επτά μεγάλους κριτές του Ισραήλ. Καταγόταν από τη Γαλαάδ της Ιορδανίας. Ήταν νόθος γιος εταίρας και γι’ αυτό διώχθηκε από τα αδέλφια του. Μπήκε τότε επικεφαλής ομάδας Ισραηλιτών,… … Dictionary of Greek
Jephte, S. — S. Jephte, (1. Sept.), ein Richter in Israel, welcher nach dem Hebr. Jiphthach, (»der Oeffnende« etc.), nach der Sept. Ἰεφϑάε heißt, findet sich bei den Bollandisten (I. 3) unter den »Uebergangenen«. Der hl. Apostel Paulus nennt ihn im Hebräer… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την … Dictionary of Greek
Καρίσιμι, Τζάκομο — (Giacomo Carissimi, Ρώμη 1605 – 1674). Ιταλός συνθέτης. Σε ηλικία 18 ετών έγινε ψάλτης στον καθεδρικό ναό του Τίβολι και από το 1625 έως το 1627 υπήρξε οργανίστας στον ίδιο ναό. Τα δύο επόμενα χρόνια διετέλεσε διευθυντής της εκκλησιαστικής… … Dictionary of Greek
Μέγερμπερ, Τζάκομο — (Giacomo Meyerbeer, Τάσντορφ, Βερολίνο 1791 – Παρίσι 1864). Γερμανός συνθέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάκομπ Λίμπμαν Μπερ. Άλλαξε το επίθετό του σε πολύ νεαρή ηλικία, ενώ το μικρό του όνομα (Jacob) μεταβλήθηκε οριστικά στο ιταλικό Τζάκομο… … Dictionary of Greek
Ντας, Πέτερ — (Peter Dass, Αλστάαουγκ 1647 – 1707). Νορβηγός ποιητής. Σπούδασε στο Μπέργκεν και στην Κοπεγχάγη και το 1689 έγινε εφημέριος του χωριού του. Μετέφρασε για τους πιστούς του τη Βίβλο και έγραψε θρησκευτικά ποιήματα (Το τάμα του Ιεφθάε) με απλά… … Dictionary of Greek
Χέντελ, Γκέοργκ Φρίντριχ — (Hδndel, Χάλε επί του Ζάαλε 1685 – Λονδίνο 1759). Γερμανός συνθέτης. Σύγχρονος του Μπαχ, αλλά αναθρεμμένος μέσα σε μια οικογένεια χωρίς μουσικά ενδιαφέροντα και μάλιστα εχθρική προς τη μουσική, ο X. θεωρείται συχνά ως ο μουσικός που συμπληρώνει… … Dictionary of Greek
ИЕФФАЙ — [евр. , греч. ᾿Ιεφθάε], один из судей израильских (ок. XII в. до Р. Х.). Имя Иеффай происходит от составного имени Ифтах Ел, употребляемого как топоним ( «Бог открывает [утробу] / освобождает [из плена]» (Нав 19. 14, 27)). Именем Иффах (Ифтах) (… … Православная энциклопедия